- παρανέμω
- παρανέμω,A pasture beside or near, Ael.NA1.20 :—[voice] Med., dwell by or near, Lyd.Mag.1.50.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρανέμω — ΜΑ μσν. διανέμω, μοιράζω αρχ. 1. νέμω, βόσκω κοντά σε κάποιον άλλο 2. μέσ. παρανέμομαι κατοικώ δίπλα σε κάποιον, γειτονεύω με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νέμω «βόσκω», αλλά και «διαμοιράζω»] … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek